- διάτροπος
- διά-τροπος, ον,A various in dispositions,
τρόποις E.IA559
codd.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρόποις E.IA559
codd.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάτροπος — διάτροπος, ον (Α) [διατρέπω] αυτός που τρέπεται προς διάφορες κατευθύνσεις, ευμετάβλητος, ασταθής … Dictionary of Greek